σπασμώδεις

σπασμώδεις
σπασμώδης
convulsive
masc/fem acc pl
σπασμώδης
convulsive
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τινάχτης — και τιναχτής και τσιναχτής, ο, Ν [τινάζω] 1. (ο τ. τινάχτης) ο πυρετός τής ελονοσίας, επειδή προκαλεί ρίγη στον άρρωστο, δηλαδή σπασμώδεις κινήσεις, τινάγματα 2. (ο τ. τιναχτής) ειδικός εργάτης για το τίναγμα τών δένδρων, την κατάρριψη τών καρπών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”